Manchise Agreements: An alternative contractual model of managing a hotel

By Andreas Desyllas

In an ever-changing market, manchise agreements present an alternative business model fit for hotel owners looking for more flexibility in terms of control over their investment, without losing the benefits that the use of a well-established brand may offer.

Below you may the article in Greek

 

Συμφωνίες Manchising: Ένα εναλλακτικό συμβατικό μοντέλο διαχείρισης της ξενοδοχειακής επιχείρησης.

Του Ανδρέα Δεσύλλα 

Η διαχείριση μιας ξενοδοχειακής μονάδας προϋποθέτει εξειδικευμένες στον ξενοδοχειακό τομέα γνώσεις, προκειμένου να λειτουργήσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της και να αποτελέσει επικερδής επένδυση. Για το σκοπό αυτό ο ιδιοκτήτης της μονάδας, ο οποίος συνήθως δε διαθέτει τις γνώσεις αυτές, αναθέτει έναντι αμοιβής τη διαχείριση σε τρίτο, κατά κανόνα εταιρεία διαχείρισης με εμπορική φήμη, σήμα, επωνυμία κοκ. στον κλάδο. Με τον τρόπο αυτό η επιχείρηση εντάσσεται στο δίκτυο διανομής του διαχειριστή και λειτουργεί υπό την επωνυμία του.

Κυρίαρχο μέχρι σήμερα συμβατικό πλαίσιο ρύθμισης της έννομης αυτής σχέσης παγκοσμίως αποτελεί η σύμβαση διαχείρισης ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Δεδομένης ωστόσο της διαπραγματευτικής υπεροχής του διαχειριστή-brand και της αύξησης του ανταγωνισμού, αναδεικνύονται νέα μοντέλα σύμβασης προς εξυπηρέτηση των αναγκών που προκύπτουν. Μία εκ των αναδυόμενων τάσεων αφορά τη συμφωνία manchise που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή της ιδίως στις αγορές της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης, της Κίνας και της Μέσης Ανατολής.

Όπως γίνεται αντιληπτό από τον όρο, η συμφωνία manchise αποτελεί στην ουσία ένα υβριδικό μοντέλο μεταξύ συμβάσης διαχείρισης ξενοδοχειακής επιχείρησης και σύμβασης δικαιόχρησης. Ειδικότερα, συνίσταται στην καταρχάς ανάθεση της διαχείρισης της ξενοδοχειακής επιχείρησης από τον ιδιοκτήτη στο διαχειριστή-brand ενόψει μιας σύμβασης διαχείρισης για ένα ορισμένο διάστημα, υπολογιζόμενο συνήθως στα πέντε έτη, με την πάροδο του οποίου τα μέρη συμφωνούν εξαρχής πως η σύμβαση διαχείρισης θα τραπεί σε σύμβαση δικαιόχρησης.

Με τον τρόπο αυτό, ο διαχειριστής-brand αναλαμβάνει τη διαχείριση της μονάδας κατά τα πρώτα-κρίσιμα έτη λειτουργίας, προκειμένου να ενταχθεί ομαλά στο δίκτυο διανομής του τελευταίου. Με το πέρας της λήξης της διαχειριστικής περιόδου, ο ιδιοκτήτης αναλαμβάνει τη διαχείριση διατηρώντας το δικαίωμα χρήσης της επωνυμίας του διαχειριστή-brand μέχρι και τη λήξη της διάρκειας της σύμβασης. Σε αυτό το σενάριο, ο ιδιοκτήτης δύναται να συμβληθεί εκ νέου με τρίτο (άνευ brand) διαχειριστή.

Η σύμβαση manchise προσφέρει πλείονα πλεονεκτήματα και στις δύο πλευρές. Από τη μία, ο ιδιοκτήτης που επιθυμεί μεγαλύτερο έλεγχο της επιχείρησής του επωφελείται από την εμπειρία του διαχειριστή-brand κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας, εφόσον στο χρονικό εκείνο διάστημα δε διαθέτει ο ίδιος τις απαραίτητες γνώσεις διαχείρισης, αλλά και από την αδιάκοπή παρουσία της επιχείρησής του στο δίκτυο διανομής του διαχειριστή-brand. Από την άλλη, δίνεται εξαρχής η δυνατότητα στο διαχειριστή-brand να θέσει ο ίδιος τις βάσεις διαχείρισης της μονάδας προς το συμφέρον της ανάπτυξης της επωνυμίας του, δυνατότητα που, λόγου χάρη, δε θα είχε στην περίπτωση σύναψης μιας κοινής σύμβασης δικαιόχρησης.

Εν κατακλείδι, η σύμβαση manchise αποτελεί μια εναλλακτική λύση για την εξυπηρέτηση των αναγκών της σύγχρονης εποχής στον ξενοδοχειακό κλάδο, παρέχοντας σταθερότητα και ευελιξία στους συμβαλλόμενους, χωρίς να στερείται της απαραίτητης για αυτού του ρίσκου τις επενδύσεις δεσμευτικότητας.