Παραγραφή Αξίωσης Πιστωτικού Υπολοίπου ΦΠΑ: Η απόφαση του ΣτΕ
Όπως γνωρίζουμε κατά τη διενέργεια των συναλλαγών μιας επιχείρησης , όταν μετά την έκπτωση του ΦΠΑ των εισροών (εξόδων) από το ΦΠΑ των εκροών (εσόδων) απομένει πιστωτικό υπόλοιπο, αυτό μεταφέρεται προς έκπτωση σε επόμενη περίοδο, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 32 του ν. 2859/2000.
Η εξαίρεση
Κατ’ εξαίρεση όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η διαφορά αυτή (το πιστωτικό υπόλοιπο) δεν μεταφέρεται αλλά επιστρέφεται, εφόσον, μεταξύ άλλων, ο καταβληθείς Φ.Π.Α. είναι αδύνατο να μεταφερθεί για έκπτωση σε επόμενη διαχειριστική περίοδο ή σε περίπτωση μεταφοράς του για έκπτωση, η έκπτωση αυτή δεν είναι δυνατή.
Εξάλλου ο φόρος δεν ήταν αχρεώστητως καταβληθείς, προκειμένου να υπόκειται σε τριετή παραγραφή, όπως ορίζει ο νόμος, αφού επιβλήθηκε για πράξεις που ήταν υποκείμενες σε ΦΠΑ. Περαιτέρω, η πενταετής παραγραφή αρχίζει όχι από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η σχετική απαίτηση, αλλά από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΣτΕ 66/2023.)
Η υπόθεση που πήγε δικαστικά
Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά από την απόφαση του ΣτΕ υπ’ αριθμ. 1330/2023. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, εταιρία που ήταν εγκατεστημένη στην Αυστρία είχε ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο για σκοπούς ΦΠΑ στην Ελλάδα έναν φοροτεχνικό. Η εταιρία τηρούσε Β’ κατηγορίας βιβλία και δραστηριοποιούνταν στην κατασκευή και σχεδίαση βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το πιστωτικό υπόλοιπο που προέκυψε δηλώθηκε για έκπτωση στη χρήση 2002 και για επιστροφή στη χρήση 2004. Η εταιρία προχώρησε στη σχετική αίτηση επιστροφής του το 2005. Η εταιρία ζήτησε την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. διαχειριστικής περιόδου 1.1.2004 έως 31.12.2004 (πιστωτικό υπόλοιπο που προερχόταν από τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2001 έως 31.12.2001 και δηλώθηκε προς έκπτωση αρχικά στη χρήση 2002), λόγω μη δυνατότητας συμψηφισμού του.
Ο προϊστάμενος της τοπικής ΔΟΥ κατόπιν του προσωρινού ελέγχου που διενεργήθηκε απέρριψε το αίτημα της εταιρίας λόγω παραγραφής με την αιτιολογία ότι από την ημερομηνία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α της χρήσης 2001 (12.2.2002) έως την ημερομηνία υποβολής της το έτος 2005 αίτησης προς επιστροφή (14.2.2005) παρήλθε τριετία. Κατά της απορριπτικής απόφασης η εταιρία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία υποστήριξε ότι η αξίωσή της για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δεν αφορούσε σε αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, αλλά σε νομίμως καταβληθέντα που δημιουργούν αξίωση επιστροφής λόγω εμφανιζόμενου πιστωτικού υπολοίπου, το οποίο δεν δύναται να εκπεστεί σε επόμενη χρήση και, κατά συνέπεια, η εν λόγω αξίωση υπόκειται στη γενική πενταετή και όχι στην τριετή παραγραφή. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή.
Στη συνέχεια, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση επικαλούμενο ότι η συγκεκριμένη αξίωσης επιστροφής ΦΠΑ υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή και όχι στην τριετή για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Θεωρούμε ότι η εν λόγω απόφαση είναι πολύ σημαντική και συνάδει και με την αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που είναι ικανή να παράσχει σε κάθε υποκείμενο στον φόρο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια τη δυνατότητα να προβάλλει προσηκόντως τα δικαιώματα που έλκει από την έννομη τάξη της Ένωσης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο capital.gr
Παραγραφή Αξίωσης Πιστωτικού Υπολοίπου ΦΠΑ: Η απόφαση του ΣτΕ
Όπως γνωρίζουμε κατά τη διενέργεια των συναλλαγών μιας επιχείρησης , όταν μετά την έκπτωση του ΦΠΑ των εισροών (εξόδων) από το ΦΠΑ των εκροών (εσόδων) απομένει πιστωτικό υπόλοιπο, αυτό μεταφέρεται προς έκπτωση σε επόμενη περίοδο, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 32 του ν. 2859/2000.
Η εξαίρεση
Κατ’ εξαίρεση όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η διαφορά αυτή (το πιστωτικό υπόλοιπο) δεν μεταφέρεται αλλά επιστρέφεται, εφόσον, μεταξύ άλλων, ο καταβληθείς Φ.Π.Α. είναι αδύνατο να μεταφερθεί για έκπτωση σε επόμενη διαχειριστική περίοδο ή σε περίπτωση μεταφοράς του για έκπτωση, η έκπτωση αυτή δεν είναι δυνατή.
Εξάλλου ο φόρος δεν ήταν αχρεώστητως καταβληθείς, προκειμένου να υπόκειται σε τριετή παραγραφή, όπως ορίζει ο νόμος, αφού επιβλήθηκε για πράξεις που ήταν υποκείμενες σε ΦΠΑ. Περαιτέρω, η πενταετής παραγραφή αρχίζει όχι από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η σχετική απαίτηση, αλλά από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΣτΕ 66/2023.)
Η υπόθεση που πήγε δικαστικά
Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά από την απόφαση του ΣτΕ υπ’ αριθμ. 1330/2023. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, εταιρία που ήταν εγκατεστημένη στην Αυστρία είχε ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο για σκοπούς ΦΠΑ στην Ελλάδα έναν φοροτεχνικό. Η εταιρία τηρούσε Β’ κατηγορίας βιβλία και δραστηριοποιούνταν στην κατασκευή και σχεδίαση βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το πιστωτικό υπόλοιπο που προέκυψε δηλώθηκε για έκπτωση στη χρήση 2002 και για επιστροφή στη χρήση 2004. Η εταιρία προχώρησε στη σχετική αίτηση επιστροφής του το 2005. Η εταιρία ζήτησε την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. διαχειριστικής περιόδου 1.1.2004 έως 31.12.2004 (πιστωτικό υπόλοιπο που προερχόταν από τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2001 έως 31.12.2001 και δηλώθηκε προς έκπτωση αρχικά στη χρήση 2002), λόγω μη δυνατότητας συμψηφισμού του.
Ο προϊστάμενος της τοπικής ΔΟΥ κατόπιν του προσωρινού ελέγχου που διενεργήθηκε απέρριψε το αίτημα της εταιρίας λόγω παραγραφής με την αιτιολογία ότι από την ημερομηνία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α της χρήσης 2001 (12.2.2002) έως την ημερομηνία υποβολής της το έτος 2005 αίτησης προς επιστροφή (14.2.2005) παρήλθε τριετία. Κατά της απορριπτικής απόφασης η εταιρία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία υποστήριξε ότι η αξίωσή της για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δεν αφορούσε σε αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, αλλά σε νομίμως καταβληθέντα που δημιουργούν αξίωση επιστροφής λόγω εμφανιζόμενου πιστωτικού υπολοίπου, το οποίο δεν δύναται να εκπεστεί σε επόμενη χρήση και, κατά συνέπεια, η εν λόγω αξίωση υπόκειται στη γενική πενταετή και όχι στην τριετή παραγραφή. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή.
Στη συνέχεια, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση επικαλούμενο ότι η συγκεκριμένη αξίωσης επιστροφής ΦΠΑ υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή και όχι στην τριετή για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Θεωρούμε ότι η εν λόγω απόφαση είναι πολύ σημαντική και συνάδει και με την αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που είναι ικανή να παράσχει σε κάθε υποκείμενο στον φόρο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια τη δυνατότητα να προβάλλει προσηκόντως τα δικαιώματα που έλκει από την έννομη τάξη της Ένωσης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο capital.gr
As we know when carrying out the transactions of a business, when after deducting the VAT of the inputs (expenses) from the VAT of the outputs (income) a credit balance remains, this is transferred for deduction in a subsequent period, according to par. 3 of article 32 of Law 2859/2000.
The exception
Exceptionally, however, according to the provision of Article 34 par. 1 of the same Act, this difference (the credit balance) is not carried forward but is refunded if, inter alia, the VAT paid cannot be carried forward for deduction to a subsequent accounting period or, in the case of a carry forward for deduction, such deduction is not possible.
Besides, the tax was not paid unnecessarily, in order to be subject to a three-year statute of limitations, as stipulated by law, since it was imposed for transactions that were subject to VAT. Furthermore, the five-year statute of limitations begins not from the end of the financial year, in which the relevant claim was born, but from the end of the financial year in which it became possible to pursue it judicially (StE 66/2023.)
The case that went to court
The above was accepted by the decision of the Council of State No. 1330/2023. According to the facts of the case, a company established in Austria had appointed a tax agent as a tax representative for VAT purposes in Greece. The company kept B’ class books and was active in the construction and design of industrial facilities The resulting credit balance was declared for deduction in fiscal year 2002 and for refund in fiscal year 2004. The company proceeded with the relevant refund request in 2005. The company requested the refund of the VAT credit balance. management period 1.1.2004 to 31.12.2004 (credit balance that came from the management period 1.1.2001 to 31.12.2001 and was initially declared for deduction in the 2002 fiscal year), due to the inability to offset it.
The head of the local DOU, following the temporary audit that was carried out, rejected the company’s request due to the statute of limitations on the grounds that from the date of submission of the VAT declaration for the year 2001 (12.2.2002) to the date of its submission in the year 2005 application for return (14.2.2005) three years have passed. Against the rejection decision, the company filed an appeal before the Administrative Court of First Instance of Athens in which it argued that its claim for a refund of the VAT credit balance. it did not refer to sums unduly paid, but to legally paid ones that give rise to a refund claim due to a displayed credit balance, which cannot be deducted in a subsequent year and, consequently, the claim in question is subject to the general five-year statute of limitations and not the three-year statute of limitations. The Administrative Court of First Instance ruled that the company’s claim for refund of the VAT credit balance. subject to the general five-year statute of limitations.
The Greek State then appealed against the decision. The SC rejected the application citing that the specific VAT refund claim is subject to the five-year statute of limitations and not the three-year statute of limitations for the reasons stated above.
We consider this decision to be very important and consistent with efficiency, insofar as it is able to provide any taxable person who shows ordinary diligence the possibility to adequately assert the rights he derives from the legal order of the Union.