Δικαιώματα (Royalties)- Φορολογική Αντιμετώπιση

Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν.4172/2013), τα εισπραττόμενα δικαιώματα (royalties), όπως αυτά ορίζονται, αποτελούν για τους λήπτες τους φορολογητέο εισόδημα από κεφάλαιο. Ως δικαιώματα ο νόμος ορίζει:

  • Το εισόδημα που αποκτάται ως αντάλλαγμα της χρήσης ή του δικαιώματος χρήσης από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού ή επιστημονικού έργου, της χρήσης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, της χρήσης εμπορικών σημάτων, προνομίων, σχεδίων, απόρρητων τύπων κλπ
  • Τις πληρωμές που αφορούν την χρήση μεθόδων παραγωγής, τεχνικής ή τεχνολογικής βοήθειας, τεχνογνωσίας (knowhow), αποτελέσματα ερευνών, αναδημοσίευσης άρθρων κλπ.
  • Τις πληρωμές που αφορούν συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρέχονται μέσω δικτύων για την επίλυση προβλημάτων, την ηλεκτρονικής λήψη (downloading) λογισμικού ηλεκτρονικού υπολογιστή, την εκμίσθωση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού και χρηματοκιβωτίων.
  • Την χρήση ή το δικαίωμα χρήσης άυλων περιουσιακών στοιχείων ανεξάρτητα εάν αυτά έχουν επίσημα καταχωρηθεί ως πατέντες, με την προϋπόθεση ότι το υπόψη άυλο περιουσιακό στοιχείο προϋπάρχει και υφίσταται μεταξύ των συμβαλλόμενων ρήτρα εμπιστευτικότητας.
  • Τις πληρωμές που πραγματοποιούνται για κάθε είδους εκμίσθωση βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού και εμπορευματοκιβωτίων.

Αντίθετα, δεν θεωρείται δικαίωμα η πώληση ή μεταβίβαση κάποιου άϋλου στοιχείου από την οποία επέρχεται η πλήρης αποξένωση του στοιχείου από τον πωλητή, δεν παρέχεται δηλαδή απλώς το δικαίωμα χρήσης του, όπως συμβαίνει παραδείγματος χάριν κατά την πώληση λογισμικού. Σε περίπτωση μεικτών συμβάσεων που περιλαμβάνουν αμοιβές για παροχή υπηρεσιών και καταβολή δικαιωμάτων, το συνολικό ποσό θα πρέπει να διαχωρίζεται ακολουθώντας μια επαρκώς τεκμηριωμένη βάση επιμερισμού.

Ως προς την φορολόγηση των δικαιωμάτων, εφόσον αυτά αποκτώνται από φυσικό πρόσωπο που έχει την φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, ή από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο χωωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, διενεργείται παρακράτηση φόρου 20% με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.

Αντίθετα, ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, ή αλλοδαπά με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου, ενώ το εισόδημά τους φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (29%).

Τέλος, στην περίπτωση λήπτη – αλλοδαπού νομικού προσώπου, προβλέπεται απαλλαγή παρακράτησης εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • Ο λήπτης κατέχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον 25% του μετοχικού κεφαλαίου ή δικαιωμάτων ψήφου της καταβάλλουσας, ή η καταβάλλουσα κατέχει τουλάχιστον 25% του μετοχικού κεφαλαίου του λήπτη, ή κάποιο τρίτο νομκό πρόσωπο κατέχει τουλάχιστον 25% του μετοχικού κεφαλαίου και των δύο για τουλάχιστον 24 μήνες
  • Ο λήπτης περιλαμβάνεται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α’ της οδηγίας 2003/49/ΕΚ κα θεωρείται φορολογικός κάτοικος κράτους-μέλους της ΕΕ και υπόκειται χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο παράρτημα Ι Μέρος Β της οδηγίας 2003/49/ΕΚ.

Σε περίπτωση που ο αλλοδαπός λήπτης δεν κατέχει το απαιτούμενο ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής για τουλάχιστον 24 μήνες, προκειμένου να τύχει της απαλλαγής από την παρακράτηση φόρου, μπορεί να καταθέσει εναλλακτικά εγγύηση στη φορολογική διοίκηση ίση με το ποσό του φόρου που θα όφειλε να καταβάλλει, λήξης κατά την  ημερομηνία που συμπληρώνονται 24 μήνες διακράτησης του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι πρέπει να εξετάζεται με προσοχή κάθε φορά κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή των δικαιωμάτων στις ανωτέρω εξαιρέσεις καθώς πολλές εταιρείες καταβάλλουν σημαντικά ποσά για δικαιώματα σε συνδεδεμένες εταιρείες.