Σύμφωνα με το άρθρο 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 87 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των Κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως».
Σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, η ενίσχυση θα πρέπει να προέρχεται από το Κράτος ή τουλάχιστον από κρατικούς πόρους και να απευθύνεται σε ορισμένο κλάδο παραγωγής ή ορισμένη επιχείρηση, κατά τρόπο που να νοθεύει ή τουλάχιστον να απειλεί να νοθεύσει, τον ανταγωνισμό με την ευνοϊκή μεταχείριση του ενισχυόμενου κλάδου παραγωγής ή της ενισχυόμενης επιχείρησης.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις ενδεικτικά οι ακόλουθες:
- οι απλές επιχορηγήσεις
- οι κάθε είδους φορολογικές και ασφαλιστικές απαλλαγές και ελαφρύνσεις
- τα ειδικά τραπεζικά επιτόκια και οι επιδοτήσεις επιτοκίων
- η προνομιακή μεταχείριση από κρατικούς φορείς παροχής υπηρεσιών
- οι κρατικές εγγυήσεις δανείων ή πιστώσεων
- οι κρατικές εισφορές/συμμετοχές στο κεφάλαιο επιχειρήσεων
- η πώληση δημόσιας έκτασης με ευνοϊκούς όρους
- οι ιδιωτικοποιήσεις με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους
Προκειμένου να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού οι κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο στην περίπτωση που στοχεύουν στην ωφέλεια του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος. Στα πλαίσια αυτά, το άρθρο 108 για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει την υποχρέωση κοινοποίησης των κρατικών ενισχύσεων πριν την χορηγήσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να κριθεί αν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Ωστόσο, ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων δύνανται να εξαιρεθούν από την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με τον Κανονισμό 994/1998, τον Κανονισμό 1998/2006 και 1407/2013 σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis).
Στα πλαίσια του κανόνα de minimis, ενισχύσεις που χορηγούνται για τριετή περίοδο (3) και οι οποίες δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των ΕΥΡΩ 200.000 δεν θεωρούνται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 107 και ως εκ τούτου δεν υποχρεούνται τα Κράτη Μέλη να υποβάλλουν προς έγκριση στην Ε.Ε. ενισχύσεις ως αυτού του ποσού. Ειδικό ανώτατο όριο των ΕΥΡΩ 100.000 εφαρμόζεται στον τομέα των οδικών μεταφορών.
Ο Κανονισμός δεν εφαρμόζεται στον τομέα της αλιείας, της υδατοκαλλιέργειας, στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων και στις ενισχύσεις που συνδέονται με εξαγωγές.
Τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνουν την επιχείρηση για το ποσό της ενίσχυσης που της χορηγείται και για τον χαρακτήρα της ως ήσσονος σημασίας.
Προκειμένου να εφαρμοστεί ο Κανονισμός, οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Μια ενίσχυση χαρακτηρίζεται ως διαφανής όταν είναι δυνατό να υπολογιστεί εκ των προτέρων με ακρίβεια το ακριβές ποσό χωρίς να είναι αναγκαία η ανάλυση εκτίμησης κινδύνου.
Οι κρατικές ενισχύσεις αποτελούν χρήσιμο και αναγκαίο εργαλείο είτε για την αντιμετώπιση οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τα οποία η αγορά δεν μπορεί να επιλύσει από μόνη της, είτε για την επίτευξη σημαντικών στόχων της Κοινότητας, όπως η οικονομική και κοινωνική συνοχή, η προστασία του περιβάλλοντος, η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επομένως, η παραχώρηση κρατικών ενισχύσεων όταν δεν είναι αλόγιστη και είναι σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς συμβάλλει στη γενικότερη οικονομική πρόοδο και ανάπτυξη.