Η φοροαποφυγή ως έννοια ενσωματώθηκε στον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (Ν. 4174/2013) ως γενικός κανόνας φορο-αποφυγής (General Anti-Abuse Rule), η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα αντικείμενα που αναφέρονται στον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών. Η εισαγωγή της εν λόγω έννοιας πηγάζει από την σύσταση της Ευρωπαικής Επιτροπής προς τα Κράτη Μέλη για τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό.
Πέραν της γενικής αυτής αρχής, υπάρχουν στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ειδικοί κανόνες φοροαποφυγής, όπως στα πλαίσια των ενδοομιλικών τιμολογήσεων (transfer pricing), των ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών (Controlled Foreign Companies) καθώς και της υποκεφαλαιοδότησης κ.α.
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, η φορολογική αρχή μπορεί ν΄αγνοεί κάθε τεχνητή διευθέτηση που αποβλέπει σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. Με άλλα λόγια, κάθε πρακτική η οποία είναι μεν στα πλαίσια του νόμου, εντούτοις έχει μελετηθεί προσεκτικά ώστε να μειώνεται ή να εξαλείφεται η φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου νόμιμα μεν, καταχρηστικά δε.
Η διευθέτηση είναι τεχνητή όταν στερείται οικονομικής ή εμπορικής ουσίας. Ακολούθως, το άρθρο 38 παρέχει μία σειρά ορισμών προσπαθώντας να τεκμηριώσει την έννοια της τεχνητής διευθέτησης. Έτσι, μία διευθέτηση είναι τεχνητή όταν, μεταξύ άλλων, εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν συνάδει με μια συνήθη επιχειρηματική συμπεριφορά ή όταν η διευθέτηση οδηγεί σε σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα αλλά αυτό δεν αντανακλάται στους επιχειρηματικούς κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει ο φορολογούμενος.
Οι ανωτέρω έννοιες είναι πολύ γενικές, ευρείς και ασαφείς και δεν είναι σύμφωνες με την γενική αρχή της στενής ερμηνείας του φορολογικού δικαίου. Επίσης, φαίνεται ότι το βάρος της απόδειξης το έχει ο φορολογούμενος καθώς δεν υπάρχει κάποια ειδική πρόβλεψη για το αντίθετο. Επιπροσθέτως, αφήνει πολλά περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας στη φορολογική διοίκηση.
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει ασχοληθεί και έχει διαμορφώσει τη νομολογία σχετικά με το θέμα της φοροαποφυγής με κυριότερες τις υποθέσεις Marks & Spencer” και “Cadbury Schweppes &Cadbury Schweppes Overseas”, οι οποίες εστίασαν στη συμβατότητα των εσωτερικών νομοθεσιών με το κοινοτικό δίκαιο σε σχέση με τις καταχρηστικές φορολογικές κατασκευές.
Στην ελληνική έννομη τάξη, οι καινούργιες διατάξεις θα πρέπει να δοκιμαστούν στην πράξη προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητά τους, καθώς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν πολλές παράμετροι στην κρίση της φορολογικής αρχής ως προς το αν μία «διευθέτηση» μπορεί να θεωρηθεί τεχνητή και αν τελικά οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα που έχει ως στόχο τη φοροαποφυγή.